- κηρεσσιφόρητος
- κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι-φόρητος, ποταμο-φόρητος].
Dictionary of Greek. 2013.