κηρεσσιφόρητος

κηρεσσιφόρητος
κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρες* («ἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. τού κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι-φόρητος, ποταμο-φόρητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κηρεσσιφορήτους — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem acc pl κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρεσσιφόρητοι — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem nom/voc pl κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρεσσιφορήτους — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρεσσιφόρητοι — Κηρεσσιφόρητος urged on by the masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”